προεγχειρίζω

προεγχειρίζω
ΜΑ
1. παραδίδω, αναθέτω κάποιον ή κάτι σε κάποιον άλλο εκ τών προτέρων («τὸν χρυσόβουλλον λόγον ὅνπερ ὁ βασιλεὺς αὐτῷ προενεχείρισεν», Άνν. Κομν.)
2. παθ. προεγχειρίζομαι
έχει αναληφθεί η διαχείριση μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐγχειρίζω «παραδίδω, αναθέτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”